Αντιμετώπιση του πόνου της χρόνιας οστεοαρθρίτιδας γόνατος με εφαρμογή ραδιοσυχνοτήτων. Μια ελάχιστα
H οστεοαρθρίτιδα του γόνατος αποτελεί πολύ συχνή πάθηση, ιδιαίτερα σε άτομα άνω των 55 ετών, με συχνότητα που αγγίζει το 33-85%. Τις περισσότερες φορές συνοδεύεται από έντονο πόνο, κυρίως στην κίνηση, αλλά συχνά και κατά την ανάπαυση. Οι παράγοντες κινδύνου για την ύπαρξη πόνου εξαιτίας της οστεοαθρίτιδας περιλαμβάνουν τον αυξημένο δείκτη μάζας σώματος, ιστορικό κάκωσης ή συνεχή καταπόνηση του γόνατος, καθώς και ανατομικές ανωμαλίες που προκαλούν stress στις αρθρώσεις των κάτω άκρων.
Τα γενικά συμπτώματα περιλαμβάνουν πόνο που αυξάνεται κατά την κίνηση και βελτιώνεται στην ανάπαυση, ορισμένες φορές οίδημα της άρθρωσης, αίσθηση δυσκαμψίας και καψίματος, κριγμό κατά την κίνηση και ελάττωση της κινητικότητας κυρίως τις πρωινές ώρες. Όταν ο πόνος επιμένει για αρκετό χρονικό διάστημα και μείνει αθεράπευτος, οδηγεί σε χρόνιο πόνο, ο οποίος συνοδεύεται από μόνιμες παθοφυσιολογικές μεταβολές στο κεντρικό νευρικό σύστημα, οι οποίες και οδηγούν σε ανθεκτικότητα στη θεραπεία. Οι επιπτώσεις του χρόνιου πόνου είναι σημαντικές για τον ασθενή, επηρεάζοντας σημαντικά την κινητικότητα, την ανεξαρτησία του, τις καθημερινές του δραστηριότητες, την ψυχική σφαίρα και φυσικά την ποιότητα ζωής. Στην περίπτωση αυτή απαιτείται φαρμακευτική αγωγή ή κάποια παρεμβατική θεραπεία.
Οι συντηρητικές μέθοδοι αντιμετώπισης του πόνου στηρίζονται κατά κύριο λόγο στην φαρμακοθεραπεία, αρχικά με μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, αναλγητικά (απλά και ασθενή οπιοειδή), καθώς και σε ενδοαρθρικές εγχύσεις με σκευάσματα υαλουρονικού ή ακόμη και κορτικοστεροειδή σε ορισμένες περιπτώσεις. Παρόλα αυτά, η έγχυση κορτικοστεροειδών, είναι γνωστό ότι συνοδεύεται από ανεπιθύμητες ενέργειες τόσο τοπικές, όσο και συστηματικές, αναλόγως τη συχνότητα και τη δοσολογία. Η φυσικοθεραπεία έχει επίσης σημαντικό ρόλο στην διαχείριση της διαταραγμένης κινητικότητας και δυσκαμψίας, αλλά όχι τόσο στον ίδιο τον πόνο. Η χειρουργική επέμβαση αποτελεί τη θεραπεία εκλογής για τους περισσότερους ασθενείς με προχωρημένη οστεοαρθρίτιδα γόνατος. Παρόλα αυτά, υπάρχουν ασθενείς που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να υποβληθούν σε χειρουργική επέμβαση, κυρίως λόγω συνοδών νοσημάτων ή κακής γενικής κατάστασης της υγείας τους και ταλαιπωρούνται σημαντικά από χρόνιο πόνο. Για το λόγο αυτό, τα τελευταία χρόνια έχουν αναπτυχθεί διάφορες άλλες ελάχιστα επεμβατικές μέθοδοι, οι οποίες στοχεύουν κυρίως στην αντιμετώπιση του πόνου της οστεοαρθρίτιδας, χωρίς όμως να επηρεάζουν την έκβαση της ίδιας της νόσου.
Μία από αυτές τις τεχνικές είναι η απονεύρωση των αισθητικών κλάδων της άρθρωσης του γόνατος (genicular nerves radiofrequency ablation) με ραδιοσυχνότητες, υπό ακτινοσκοπική ή υπερηχογραφική καθοδήγηση. Τα νεύρα αυτά είναι αισθητικοί κλάδοι που προέρχονται από κλάδους του κνημιαίου και του περονιαίου νεύρου και η καταστροφή τους μέσω ραδιοκαύσης προκαλεί αναλγησία η οποία διαρκεί από 3 μήνες έως και 1 έτος σε ορισμένους ασθενείς.
Οι ενδείξεις για την εφαρμογή απονεύρωσης των αισθητικών κλάδων της άρθρωσης του γόνατος με ραδιοσυχνότητες είναι:
· Ασθενείς με βαριά οστεοαθρίτιδα γόνατος ανθεκτική στη συντηρητική αγωγή, οι οποίοι δεν μπορούν ή δεν θέλουν να χειρουργηθούν (αντενδείξεις χειρουργικής επέμβασης, σοβαρή παχυσαρκία, βαριά γενική κατάσταση, συνοδά καρδιολογικά, αναπνευστικά ή άλλα νοσήματα κ.α)
· Ασθενείς που έχουν χειρουργηθεί για οστεοαρθρίτιδα γόνατος (ολική αρθροπλαστική γόνατος) και συνεχίζουν να έχουν χρόνιο πόνο
Οι αντενδείξεις είναι ελάχιστες και περιλαμβάνουν:
· Την ύπαρξη εμφυτευμένου βηματοδότη/απινιδιστή ή νευροδιεγέρτη
· Οξεία κάκωση γόνατος
· Αστάθεια γόνατος
· Μη ελεγχόμενος σακχαρώδης διαβήτη
· Αιμορραγική διάθεση (μη ελεγχόμενη)
· Χρόνια ενεργός ή παλαιά λοίμωξη της άρθρωσης του γόνατος
Πριν την εφαρμογή των ραδιοσυχνοτήτων, κάθε ασθενής υπόκειται σε διαγνωστικό αποκλεισμό των νεύρων με τοπικό αναισθητικό, έτσι ώστε να διαπιστωθεί εάν πραγματικά πρόκειται να ανακουφιστεί από την τεχνική. Εάν υπάρχει βελτίωση του πόνου μεγαλύτερη από 50%, τότε ο ασθενής είναι κατάλληλος για τη θεραπεία. Η ραδιοκαύση επιτελείται σε δεύτερο χρόνο, αφού τοποθετηθούν οι κατάλληλες βελόνες υπό ακτινοσκοπική ή υπερηχογραφική καθοδήγηση και υπό άσηπτες συνθήκες. Προηγείται αισθητικός έλεγχος της σωστής κατανομής της διέγερσης, καθώς και κινητικός έλεγχος προς αποφυγή κάκωσης κάποιου κινητικού νεύρου του κάτω άκρου. Στη συνέχεια, και υπό τοπική αναισθησία επιτελείται η ραδιοκαύση. Η όλη διαδικασία δεν διαρκεί περισσότερο από 30 λεπτά και ο ασθενής μετά από 1 ώρα μπορεί να επιστρέψει στο σπίτι.
Η βελτίωση που ακολουθεί αφορά τόσο τον πόνο όσο και την λειτουργικότητα του ασθενούς, ενώ η ικανοποίηση από τη θεραπεία φαίνεται να είναι υψηλή στις διάφορες μελέτες. Η τεχνική θεωρείται από τις ασφαλέστερες ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές, και οι πιθανές επιπλοκές αφορούν μικρή αιμορραγία, λοίμωξη, κάκωση αγγείου, έγκαυμα δέρματος και πόνο στο σημείο εισαγωγής της βελόνης. Το αποτέλεσμα συνήθως γίνεται εμφανές μετά από 2 έως 4 εβδομάδες και η διάρκειά του ποικίλλει από 3-6 μήνες ή περισσότερο στις διάφορες μελέτες.

